- πολύστομος
- πολύστομοςmany-mouthedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύστομος — η, ο / πολύστομος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.) 2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος μσν. αρχ. αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στομος (< στόμα),… … Dictionary of Greek
πολύστομον — πολύστομος many mouthed masc/fem acc sg πολύστομος many mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστόμου — πολύστομος many mouthed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστόμους — πολύστομος many mouthed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστομοι — πολύστομος many mouthed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυστομώ — έω, Α [πολύστομος] λέω πολλά, είμαι φλύαρος … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek